παρορασις

παρορασις
    παρόρασις
    παρ-όρᾱσις
    -εως ἥ невнимательность, небрежность, недосмотр Plut., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παρορασις" в других словарях:

  • παρόρασις — παρόρᾱσις , παρόρασις false vision fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόρασις — άσεως, ἡ ΜΑ [παρορώ] απροσεξία κατά την παρατήρηση, παράβλεψη, αμέλεια αρχ. κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, Γαλ. β. «...παροράσεις οἷον κωνωπίων προφαινομένων» προβλήματα στην όραση… …   Dictionary of Greek

  • παροράσει — παρορά̱σει , παρόρασις false vision fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρορά̱σεϊ , παρόρασις false vision fem dat sg (epic) παρορά̱σει , παρόρασις false vision fem dat sg (attic ionic) παρορά̱σει , παροράω look at by the way aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράσεις — παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/voc pl (attic epic) παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/acc pl (attic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor subj act 2nd sg (attic epic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράσεσι — παρορά̱σεσι , παρόρασις false vision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράσεσιν — παρορά̱σεσιν , παρόρασις false vision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράσεως — παρορά̱σεω̆ς , παρόρασις false vision fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόρασιν — παρόρᾱσιν , παρόρασις false vision fem acc sg παρόρᾱσιν , παροράω look at by the way pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»